Clue Story 1 – Κεφάλαιο 2.1
Η κυρία Ελένη επανέρχεται μετά από κάμποσα ζαλισμένα παραληρήματα.
– ” Είστε καλύτερα; Μπορείτε να μιλήσετε τώρα; “
– “Ναι, παιδί μου. Ό,τι κι αν έχω, το μόνο που δε θα σταματήσω να κάνω ποτέ είναι να μιλάω…”
– “Κυρία Ελένη, ξέρετε κανέναν Μιχάλη που να έχει σχέση με τη Δήμητρα από τον τέταρτο;”
– “Ο μόνος άντρας που έχω πετύχει δίπλα της, είναι αυτός ο Στεργίου που σου έλεγα το πρωί, ο οποίος δουλεύει στο γυμναστήριο στο Σύνταγμα. Μπορεί να τον λένε Μιχάλη, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ με σιγουριά. Γιατί ρωτάς με τόση αγωνία, παιδί μου;”Πρέπει να φανώ ψύχραιμος και να μην προδώσω τη βιασύνη μου. Αν υποψιαστεί τι έχει συμβεί, σε μισή ώρα θα το έχει μάθει ολόκληρη η πόλη.
– “Από απλό ενδιαφέρον για τη Δημητρούλα, κυρία Ελένη.”
– “Αχ, αυτοί οι νεανικοί έρωτες… Θυμάμαι κι εγώ την εποχή που με κυνηγούσε ο μακαρίτης ο Χαράλαμπος.. Σου έχω πει για τον Χαράλαμπο;”
– “Κάποια άλλη στιγμή θα μιλάμε ώρες για τον Χαράλαμπο κυρία Ελένη, αλλά τώρα δυστυχώς πρέπει να φύγω. Μήπως τυχαίνει να γνωρίζετε για ποιο γυμναστήριο μιλάμε και που ακριβώς βρίσκεται;”
…
Γράφει σε ένα χαρτί το όνομα και τη διεύθυνση του γυμναστηρίου. Με ευγενικούς ελιγμούς και υπεκφυγές, φεύγω όσο το δυνατόν γρηγορότερα από το σπίτι. Ξεκινώ με τα πόδια, με προορισμό τον κοντινότερο σταθμό του μετρό. Σκοπός μου να αναζητήσω τον άνθρωπο που πιθανώς θα διαφωτίσει τα σκοτεινά μέρη του μυστηρίου.
Τα πόδια μου και το μυαλό μου προχωρούν γρήγορα. Το δεύτερο προσπαθεί να προβλέψει τις επόμενες κινήσεις. Αν είναι αυτός ο Μιχάλης που έγραφε στο σημείωμα, ίσως μου πει που μπορεί να βρίσκεται η απαχθείσα. Αλλά ακόμη και αν μου πει μετά τι κάνουμε; Φοράμε τη στολή του υπερήρωα και πάμε να τη σώσουμε από τους κακοποιούς; Επιπλέον αμφιβολίες μπαίνουν στο παιχνίδι, περισσότεροι φόβοι γεννιούνται μέσα μου. Πού πάω να μπλέξω; Ένας απλός υπάλληλος είμαι. Δεν είμαι κάποιος πολυμήχανος, δαιμόνιος ντετέκτιβ… Αν και πάντα μου άρεσαν οι ταινίες και σειρές μυστηρίου. Εξιχνιάσεις εγκλημάτων, ανεξήγητες υποθέσεις, άλυτοι γρίφοι που σε οδηγούν στην αποκάλυψη και τη δικαιοσύνη. Ο φόβος άρχισε και πάλι να δίνει τη θέση του στον ενθουσιασμό. Επιτέλους λίγη δράση! Ας γίνει η ζωή μου σαν ταινία για λίγες μέρες κι όπου βγει.
…
Δύο φορές κόντεψε να με πατήσει αυτοκίνητο στις διασταυρώσεις, λόγω της απροσεξίας που προκαλεί η αυτόνομη, οργιάζουσα φαντασία μου. Τελικά φτάνω σώος έξω από το μετρό. Κατεβαίνω βιαστικά τις σκάλες και παράλληλα ψάχνω στις τσέπες μου για το πορτοφόλι μου…
Όχι! Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό! Έφυγα βιαστικά από το σπίτι της κυρίας Ελένης δίχως να πάρω χρήματα. Τι τραγική ηλιθιότητα;
Είμαι η ξεφτίλα των δαιμόνιων ντετέκτιβ. Ως αρχάριος του αθλήματος της “ντετεκτιβικής”, θα προσπαθήσω να με δικαιολογήσω για το πρώτο σοβαρό ατόπημα, το οποίο όμως, δημιουργεί σημαντικό πρόβλημα χρόνου. Αν γυρίσω πίσω, μέχρι να φτάσω στο γυμναστήριο, μπορεί να έχει κλείσει. Δεν υπάρχουν περιθώρια για καθυστερήσεις. Παίρνω γρήγορα την απόφαση να ζητήσω βοήθεια από τους περαστικούς έξω από το σταθμό. Τρέχω σε διάφορες μεριές ρωτώντας όποιον πέφτει μπροστά μου, μα οι περισσότεροι τρομάζουν και με αποφεύγουν. Προς στιγμή σκέφτομαι να μπω χωρίς εισιτήριο για να γλιτώσω χρόνο. Ώσπου ένα χέρι με χτυπά στην πλάτη και μια βραχνή φωνή ακούγεται: – “Τέλεις εισιτήριο;”
Είναι ένας άντρας με αρκετά άγριο και ζαρωμένο πρόσωπο που φορά μια μαύρη, ξεθωριασμένη μπλούζα. Του απαντώ με εμφανέστατη την αγωνία μου:
– Λύστε το παρακάτω Αίνιγμα:
-“Ναι! Απεγνωσμένα! Eχετε να μου δώσετε;”
-“Έχω να σου ντώσω. Εσύ ντώσει λεφτά.”
-“Δυστυχώς, δεν έχω ούτε κέρμα επάνω μου”.
– “Ντεν πειράζει, ντώσει σακάκι.”
Αν είναι δυνατόν! Προτείνει να ανταλλάξω το σακάκι μου για ένα εισιτήριο. Κάνω πως γυρίζω την πλάτη μου να φύγω, αλλά εκείνος με σταματά λέγοντας:
-“Εντάξει, εντάξει, μη φύγκει. Εγκώ σου ντώσει εισιτήριο, αρκεί να είσαι έξυπνο και να απαντήσει σε ερώτηση…”