Rebus 2

Rebus 2 – Ένα Μαύρο Ποίημα

Ένα “Μαύρο Ποίημα” βρίσκεται κρυμμένο ανάμεσα σε γρίφους. Για να “ξεκλειδώσετε” το μυστικό αριστούργημα, προσπαθήστε να λύσετε τα Rebus ώστε να αποκαλύψετε τις 5 κρυφές λέξεις. Αν έχετε ήδη ολοκληρώσει αυτό το ποίημα τότε…

kleidi

Βρείτε την κρυφή λέξη:

“…του κρύου _ _ _ _ _ _ _ _ οι τόνοι”

    [group group-001]

    Γράψτε την Απάντηση (ΚΕΦΑΛΑΙΑ):


    [/group]

    [group group-001a]

    Σωστά!

    Συνεχίστε στο επόμενο:

    “…Κάθε _ _ _ _ _ _ _ στο μετάξι”

    [group group-002]

    Γράψτε την Απάντηση (ΚΕΦΑΛΑΙΑ):


    [/group]
    [/group]
    [group group-002a]

    Σωστά!

    Συνεχίστε στο επόμενο:

    “…Κράτησε _ _ _ _ _ _ για ώρα”

    [group group-003]

    Γράψτε την Απάντηση (ΚΕΦΑΛΑΙΑ):


    [/group]
    [/group]
    [group group-003a]

    Σωστά!

    Συνεχίστε στο επόμενο:

    “…μες την _ _ _ _ _ _ νυχτιά”

    [group group-004]

    Γράψτε την Απάντηση (ΚΕΦΑΛΑΙΑ):


    [/group]
    [/group]
    [group group-004a]

    Σωστά!

    Συνεχίστε στο επόμενο:

    “…έκλαψε πολύ , ο _ _ _ _ _ _ του”

    [group group-005]

    Γράψτε την Απάντηση (ΚΕΦΑΛΑΙΑ):


    [/group]
    [/group]

    [group group-005a]

    Σωστά!

    [group group-006]

    ? – Ποιο είναι το ποίημα που ζει ανάμεσα στις κρυφές λέξεις;

    [group group-006b]

    ? Λάθος! Προσπαθήστε ξανά.

    [/group]
    [/group]
    [/group]

    [group group-007]

    Συγχαρητήρια!

    Διαβάστε το αριστούργημα που ξεκλειδώσατε:

    Δώδεκα έδειχνεν η ώρα, μεσονύχτι, όπως και τώρα
    Κι εγώ βυθίστηκα για ώρα σε βιβλία αλλοτινά,
    όταν μέσα από ένα θάμπος ύπνου να μου εφάνη, σάμπως
    *
    Κάποιος έξω από την πόρτα να χτυπούσε σιγανά.
    Επισκέπτης, είπα, θά’ ναι και χτυπάει σιγανά
    Τούτο θά ‘ναι μοναχά.
    *
    Α, θυμάμαι, έπεφτε χιόνι και του κρύου Δεκέμβρη οι τόνοι
    Σκούζαν μες στο παραγώνι και στοιχειώναν στη φωτιά.
    Η νυχτιά με στενοχώρα κι άδικα έψαχνα τόση ώρα
    *
    Νά’ βρω τη γλυκειά Λεωνόρα μες τ’ αρχαία μου χαρτιά.
    Τη Λεωνόρα που οι αγγέλοι της κρατάνε συντροφιά
    Και δική μας ποτέ πια.
    *
    Κάθε θρόισμα στο μετάξι της κουρτίνας είχε αλλάξει
    Κι έρχονταν να με ταράξει ο άγριος φόβος που τρυπά .
    Κι έλεγα , για να πάρω θάρρος και να διώξω αυτό το βάρος:
    *
    Επισκέπτης , δίχως άλλο , θα’ναι τούτος που χτυπά ,
    Κάποιος νυχτοπαρωρίτης , που για να’μπει μου χτυπά
    Τούτο θα’ναι μοναχά.
    *
    Ξάφνου ως ν’άντριωσε η ψυχή μου και παρά την ταραχή μου
    Κύριε , φώναξα , ή κυρία , συγχωρέστε με , έστω αργά
    Στα χαρτιά μου ήμουν σκυμμένος κι ίσως μισοκοιμισμένος
    *
    Δε σας άκουσα ωρισμένως να χτυπάτε έτσι σιγά .
    Με τα λόγια τούτα ανοίγω τα πορτόφυλλα γοργά .
    Έξω η νύχτα μοναχά.
    *
    Το σκοτάδι αυτό τρυπώντας έμεινα εκεί απορώντας
    Κάθε τόσο ανασκιρτώντας μέσα σ’ όνειρα αλγεινά .
    Κράτησε ησυχία για ώρα κι άξαφνα απ’ τα βάθη τώρα,
    *
    Μια φωνή να λέει Λεωνόρα σα ν’ ακούστηκε βραχνά .
    Εγώ θα φώναξα «Λεωνόρα» και τη φέρνει η ηχώ ξανά,
    ΄Ετσι θα’ναι μοναχά.
    *
    Μπήκα στο δωμάτιο πάλι , μ’ άνω κάτω το κεφάλι ,
    Μα μέσα απ’ αυτή τη ζάλη , δυνατήν ακούω χτυπιά .
    Α , στο παραθύρι θα’ναι, λέω ευθύς, και με ζητάνε ,
    *
    Ας ιδώ τώρα ποιος να’ναι, φτάνει το μυστήριο πια,
    Η καρδιά μου δεν αντέχει, φτάνει το μυστήριο πια
    Θα’ναι ο αγέρας μοναχά.
    *
    Τότε το παντζούρι ανοίγω , όμως μια κραυγή μου πνίγω
    Καθώς βλέπω ένα κοράκι μες στο δώμα να περνά .
    Η ευγένεια δεν το νοιάζει κι ούτε που με λογαριάζει ,
    *
    Μα γαντζώνει στο περβάζι της εσώπορτας στερνά .
    Μα γαντζώνει και κουρνιάζει στη μαρμάρινη Αθηνά
    Και κοιτάζει μοναχά.
    *
    Πως ανάπνευσα στ’ αλήθεια και γελώντας απ’ τα στήθια ,
    Λέω , από παλιά συνήθεια , στ’ όρνιο με την κρύα ματιά :
    Κι αν σου κόψαν το λοφίο κι αν σ’ αφήκαν έτσι αστείο
    *
    Μαυροπούλι άλλοτε θείο , που πλανιέσαι στη νυχτιά,
    ποιό είναι τάχα τ’ όνομά σου μες την άραχνη νυχτιά;
    Και μου λέει : «Ποτέ πια» !
    *
    Θαύμασα πολύ ακόμα τ’όρνιο , που είχε ανθρώπου στόμα ,
    Μα τα λόγια του όλο σκώμμα δε μου μάθανε πολλά .
    Γιατί αλήθεια , είναι σπουδαίο και περίεργο και μοιραίο ,
    *
    Αν μια νύχτα , σας το λέω , δείτε κάπου εκεί ψηλά
    Κουρνιασμένο ένα κοράκι στην Παλλάδα, να μιλά
    Και να λέει : «Ποτέ πια» !
    *
    Τ’ όνομά του θα μου κράζει , σκέφτηκα , μα τι με νοιάζει ,
    Ίσως πάλι να νυστάζει και τα λόγια του ξεχνά .
    Όμως τούτο ούτε σαλεύει κι είναι ως κάτι να γυρεύει
    *
    Και του αποκρίνομαι : «Περσεύει κι άλλος τόπος εδωνά ,
    Την αυγή θα φύγεις πάλι σαν ελπίδα που περνά» .
    Και μου λέει : «Ποτέ πια» !
    *
    Τρόμαξα στ’ αλήθεια μου όντας , μου δευτέρωσε μιλώντας ,
    Δίχως άλλο , είπα σκιρτώντας , τούτο ξέρει μοναχά .
    Κάποιος πρώην κύριός του , θα’κλαψε πολύ , ο καημός του
    *
    Ισως να’γινε δικός του και για τούτο αγκομαχά
    Και του απόμεινε στη σκέψη κι είναι σα να ξεψυχά
    Λέγοντάς μου : «Ποτέ πια» !
    *
    Και τη θλίψη μου ξεχνώντας έστρεψα σ’ αυτό γελώντας
    Την καρέκλα μου τραβώντας στο κοράκι αντικριστά .
    Μα στο κάθισμά μου απάνω , χίλιες τόσες σκέψεις κάνω
    *
    Και στο νου μου τώρα βάνω για ποιο λόγο αληθινά
    Σα μιαν επωδή μακάβρια να μου λέει όλο ξανά
    Το κοράκι : «Ποτέ πια» !
    *
    Γρίφος θα’ναι ή αίνιγμά του κι ίσως μήνυμα θανάτου
    Και κοιτώντας τη ματιά του που μου τρύπαε την καρδιά ,
    Γέρνω ωραία μου το κεφάλι , στο δικό της προσκεφάλι ,
    *
    Όπου αντιφεγγούσε πάλι , σαν και τότε μια βραδυά ,
    Με το βιολετί βελούδο, σαν και τότε μια βραδυά
    Και που δε θ’ αγγίξει πια !
    *
    Ξάφνου ως να’νοιωσα μου εφάνη γύρω μου άκρατο λιβάνι
    Και πλημμύρα να μου φτάνει σύννεφο η θεία του καπνιά .
    Αθλιε , φώναξα , στοχάσου , που ο Θεός στέλνει κοντά σου .
    *
    Αγγέλους για να σου σταλάσουν νηπενθές για λησμονιά ,
    Πιέστο , ω , πιέστο , τη Λεωνόρα να ξεχάσεις μ’ απονιά ,
    Και μου λέει : «Ποτέ πια» !
    *
    Α , προφήτη , κράζω , οϊμένα , κι αν του δαίμονα είσαι γέννα
    Κι αν ο Πειρασμός σε μένα , σ’ έστειλε απ ‘ τη γης βαθειά ,
    Κι αν σε τόπο ρημαγμένο σ’ έχει ρίξει απελπισμένο
    *
    Σ ‘ ένα σπίτι στοιχειωμένο με σκιές και με ξωθιά ,
    Θα’βρω στη Γαλαάδ , ω πες μου , θα’βρω εκεί παρηγοριά ;
    Και μου λέει : «Ποτέ πια» !
    *
    Α , προφήτη , ανήλιαγο όρνιο κι αν πουλί ΄σαι κι αν δαιμόνιο
    Απ’ το σκότος σου το αιώνιο κι απ’ την κρύα σου συννεφιά.
    Πες μου, στης Εδέμ τα δάση, θα’βρει ο νους μου ν’ αγκαλιάσει
    *
    Μια παρθένα πού’χει αγιάσει κι έχει αγγέλους συντροφιά ,
    Μιαν ολόλαμπρη παρθένα , πού’χει αγγέλους συντροφιά ;
    Και μου λέει : «Ποτέ πια» !
    *
    Φύγε στ’ άγριά σου μέρη , όρνιο ή φάντασμα , ποιος ξέρει
    Αν αυτό που σ’ έχει φέρει δεν σε καταπιεί ξανά .
    Κι ούτε ένα μικρό φτερό σου να μη μείνει εδώ δικό σου ,
    *
    Φώναξα , και το φευγιό σου να χαθεί στα σκοτεινά .
    Και ο κρωγμός σου να χαθεί πέρα από την Αθηνά.
    Και μου λέει : «Ποτέ πια» !
    *
    Κι από τότε εκεί δεμένο , το κοράκι, καθισμένο
    Μένει πάντα κουρνιασμένο στη μαρμάρινη θεά .
    Κι η ματιά του όπως κοιτάζει , με ματιά δαιμόνιου μοιάζει
    *
    Κι η νυχτιά που το σκεπάζει του στοιχειώνει τη σκιά .
    Η ψυχή μου δε θα φύγει μια στιγμή απ’ τη σκιά .
    Δε θα φύγει ποτέ πια !

    Συνεχίστε στο:

    [/group]

    Μοιραστείτε το: